- κοσμονομία
- το σύνολο τών φυσικών νόμων που διέπουν το σύμπαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -νομία (< -νόμος < νέμω «μοιράζω, διοικώ») πρβλ. αστρο-νομία, στρατο-νομία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμονομία — η το σύνολο των νόμων που διέπουν το σύμπαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek